Είναι σκοτάδι μα πάλι βλέπω. Ίσα ίσα να δω που απλώνει το μελάνι μου.
Είναι σκοτάδι μα πάλι γραφώ, συνήθως γράφω επαναλαμβάνοντας με μελάνι τις προτάσεις που γεννά η φωνή που ζει μεσ’ το κεφάλι μου.
Μα σήμερα η φωνή μου έλειπε, κάποια άλλη έγραφε για ‘μένα…
«Εδώ πολυτεχνείο!»
Να το πάλι. Πάλι αυτή η φωνή μεταφέρει το αίμα μας σε όλη την Ελλάδα και ακούω τις μανάδες από ‘δω, σα να θέλουν κι αυτές να μπουν στο γραπτό μου.
Η ζητιανιά του στομαχιού μου, ήταν αδιανόητη σα να προσπαθούσε κάτι να τη διαπεράσει μα αυτή να αντιστεκόταν.
Δεν ήθελα όμως τα χέρια μου να τα βάλω παν’ στο ψωμί των ηρώων, αυτών που είναι με το ένα πόδι στο πολυτεχνείο και με το άλλο στο απόλυτο κενό, για αυτούς που το στόμα τους στέρεψε από φωνή, μα η ψυχή τους φωνάζει μια μόνο λέξη.
Εγώ είμαι ένας κοκαλιάρης τύπος, λίγο φοβισμένος τύπος, που έχει πάρει αγκαλιά το ξεχαρβαλωμένο και παγωμένο πλέον καλοριφέρ της τουαλέτας σα γράφω τα όσα βλέπω σε κάτι παλιόχαρτα, που έκοψα από ένα πεταμένο στο χολ τετράδιο.
‘’Ε είσαι απαράδεκτος! ‘’ Η πρόταση που άκουσε το αριστερό μου αυτί, δηλαδή αυτό που δεν είχε κοιμηθεί μαζί με το υπόλοιπο μου σώμα, μπας και χρειαζόταν κανείς καμία ιδέα για σύνθημα ή για έναν στιβαρό ώμο να κλάψει.
Γυρνώ αργά το κεφάλι μου.
– Μα καλά εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ γράφεις στις κοπελιές σου;
– Και τι να κάμω Θανάση μου; Μήτε δυνατός είμαι μήτε θαρραλέος.
– Αδελφέ μου, άσε τα ψόφια σε εμένα και σήκω πάνω. Ακούς τη χροιά μου; Ούτε και εγώ! Είσαι από τους λίγους που έχουν την φωνή τους ζωντανή, σήκω να βοηθήσεις.
Ανέβαινα δεν ανέβαινα τα σκαλιά, πυροβολισμοί από παντού ‘’κάποιος έπεσε!’’ άκουσα να φωνάζει μια γνώριμη φωνή. Τότε κατάλαβα που ξύπνησα.
Εγώ καρφωμένος στη θέση μου, γύρο μου το χάος, φωτιές, φωνές και δάκρυα χόρευαν παντού.
Κοίταξα τον ουρανό. Ρώτησα ‘’Τι είναι ο άνθρωπος θεέ μου;’’
Τότε ένα τανκ κτυπάει πάνω στη πύλη, δεκάδες μαθητές εργαζόμενοι και πολίτες έγιναν ένα με τις δυο κολόνες της πύλης, γυμνά χέρια και άδεια στομάχια έγιναν θεμέλια για την γέφυρα που μας βρίσκει να ξυπνάμε στο αύριο.
Το τανκ δίνει και μια δεύτερη, δεν κοίταζα κανέναν άλλο περά από τον θαρραλέο φίλο μου, που το κοίταζε κατάματα. Τα βλέφαρα μου έκλεισαν ‘’κάποιος έπεσε!’’
Ήταν σκοτάδι. Πάντα πριν τις μεγάλες αρχές είναι σκοτάδι. Αυτό το φως που χάνεται από τα όσα είδες και αγάπησες. Αυτό που σπαρταράει τη ψυχή του στην υπόληψή μας.
Στο σκοτάδι δε βαδίζουμε πάντα μοναχοί. Δεν είναι μόνο τα δικά μας γυμνά πόδια που ξεσκίζονται σα πατούν συντρίμμια καρφιά και ελπίδα.
Δεν είναι μόνον οι δικοί μας σπαραγμοί, που χαράζουν στους τοίχους όσα μεσ’ τις φλόγες χάθηκαν.
Δεν είναι μια λέξη, δεν έχει μόνο μια σημασία… Ελευθερία.
Άγγελος Δενδρινός
Αρθρογράφος
Διαβάστε περισσότερα για τον Άγγελο Δενδρινό εδώ.