Περίληψη
Πρόκειται για μία ποιητική συλλογή με 102 ποιήματα!
Είναι ενα όνειρο ζωής που γίνεται πράξη!
Λένε πως ο άνθρωπος εκπληρώνει το χρέος του αν κάνει ένα παιδί, χτίσει ένα σπίτι, φυτέψει ένα δέντρο και γράψει ένα βιβλίο. Δεν ξέρω αν εκπληρώνω το χρέος μου, το μόνο που ξέρω είναι πως η ποίηση είναι για μένα το “αποκούμπι” μου, γιατί είναι δημιουργική, απευθύνεται στο συναίσθημα και όχι στη νόηση! Είναι “μεγάλη”, μαγική κι απρόβλεπτη, προάγει την εξέλιξη του ανθρώπου, είναι μια διαδικασία πνευματική και θεραπευτική, μας βοηθά να αρθρώσουμε και να δαμάσουμε σύνθετα βιώματα κι έντονα συναισθήματα! Είναι βουτιά στο ασυνείδητο!
Βιογραφικό της Ρένα Πέτρου
Η Ρένα Πέτρου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 1975. Σπούδασε παιδαγωγικά και αργότερα Διοίκηση Επιχειρήσεων και εργάζεται στο χώρο της εκπαίδευσης. Η ποίηση είναι για εκείνη ένας τρόπος έκφρασης από τα εφηβικά της χρόνια! Στον ελεύθερο χρόνο της δραστηριοποιείται εθελοντικά σε πολιτιστικούς συλλόγους.
Μερικά από τα ποιήματα της πρώτης της ποιητικής συλλογής
ΗΤΤΑ
Αγαπημένε μου,
τούτο το γράμμα είναι το τελευταίο.
Δε γίνονται άλλες διανομές.
Καμιά αγάπη δε φτάνει πια
στον προορισμό της.Κι ο πόλεμος, τέλειωσε.
Είπαν νικήσαμε,
μα όταν φροντίζουμε τις πληγές μας,
ξέρουμε στο βάθος, πως χάσαμε.Όμως, ποιός πόλεμος κερδήθηκε ποτέ;
Μη μένεις, λοιπόν, άλλο στο μέτωπο.
Άδικος κόπος.
Δεν σηκώνεις άλλες λύπες.
Μάζεψε σιγά σιγά ό,τι σ’ απόμεινε
και γύρνα στο πατρικό σου σπίτι.
Δώσε στα παράθυρα τη χαρά ν’ανοίξουν.
Πες καλημέρα στον πρώτο περαστικό
κι ένα ένα θα φύγουν
όλα εκείνα που σε στοιχειώνουν.Μη μένεις άλλο στο μέτωπο.
Ο πόλεμος τέλειωσε.
Ο ΛΥΚΟΣ
Μία φορά κι έναν καιρό αγάπησα ένα λύκο.
Ήταν πολύ μοναχικός μα τόσο ευγενής,
που οι άνθρωποι τον λάτρευαν κι ας ήταν αφανής.
Όταν η νύχτα έπεφτε, σκεφτόμουνα το λύκο.
Πού να γυρνά, πώς να περνά, ποιός να τον αγαπά.
‘Ολα τα είχα στη ζωή, μα ήθελα το λύκο.
Έτσι μια νύχτα σκοτεινή πήγα να του μιλήσω.
Του είπα πως τον σκέφτομαι και πως τον συμπονάω,
μα εκείνος μου απάντησε να μην τον αγαπάω.
Ήτανε πονεμένος και τόσο σκυθρωπός!
Μού’πε πως ζούσε μόνος σε δάσος σκοτεινό
κι ένας μεγάλος πόνος τον κράταγε σκυφτό!
Είπε πως αγαπήθηκε πολλές φορές παλιά
μα εκείνος εφοβότανε να αγαπήσει πια.
Μού’πε να φύγω γρήγορα να μείνω μακριά
και’γω τότε του ζήτησα μια μόνο αγκαλιά.
Ο λύκος την αρνήθηκε και χάθηκε στο δάσος
δεν θα ξανάκανε ποτέ αυτό το ίδιο λάθος.
Τα δάκρυα με πνίξανε, βυθίστηκα στη θλίψη
κι αυτός ποτέ δεν έμαθε το πόσο μού’χε λείψει.
Τα χρόνια κι αν επέρασαν, εγώ τον εθυμάμαι,
τα γκρι του μάτια -τα σταχτυά- πάντα δικά μου θά’ναι!
Η ΕΣΤΙΑ
Θυμήθηκα μία βραδιά το πατρικό μας σπίτι
και την εστία που σβηστή ποτέ δεν είχα δεί.
Η μάνα μας ολημερίς την κράταγε αναμμένη,
γιατί για ‘κείνη φαίνεται πως σήμαινε ζωή.Κατάκοπος σαν γύρναγε το βράδυ ο πατέρας,
η μάνα την εφούντωνε σαν νά’ταν πυρκαγιά.
Και τότε όλοι γύρω της καθόμασταν παρέα
και ο πατέρας όλους μας, μας έπαιρνε αγκαλιά.Πρόσφατα, πήγα μόνος μου σε ‘κείνο τ’άδειο σπίτι,
μήπως και δώ σαν (σ’) όνειρο εκείνη τη φωτιά,
μα δεν υπήρχε τίποτα,που πια να τη θυμίζει,
μόνο στη μέση ορφανή έστεκε η πυροστιά.