Το παρόν άρθρο γράφεται με την προσδοκία όχι μόνο να συστήσει στους αναγνώστες του έναν σύγχρονο σπουδαίο ποιητή καθ’ όλα χαρισματικό, με απίστευτες ιδιοσυγκρασιακές ποιότητες, όπως διαφαίνεται μέσα από το ποιητικό του έργο και όπως αναφέρουν όσοι είχαν την τιμή να τον συναναστραφούν όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή –δυστυχώς «έφυγε» στις 25 Οκτωβρίου του 2020 και σε ηλικία ούτε στα μέσα των τριάντα του χρόνων νικημένος από την επάρατο νόσο–, αλλά και να τιμήσει τη μνήμη του.
Ο λόγος γίνεται για τον Γιάννη Οικονόμου, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ζεφύρι Αττικής. Σπούδασε Χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο, όντας υπότροφος του ICMA Centre και του ιδρύματος Λίλιαν Βουδούρη. Υπήρξε Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Reading. Το παραμύθι του με τίτλο Το μαγεμένο ξέφωτο κέρδισε έπαινο στον ετήσιο διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Επίσης, στον 8ο Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό της Αμφικτυονίας Ελληνισμού απέσπασε το Β΄ Βραβείο.
Περνώντας στο έργο του, στην πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία εκδόθηκε το 2019 στη Θεσσαλονίκη από την Αμφικτυονία Ελληνισμού, πρώτα πρώτα αξίζει να σχολιαστεί ο τίτλος της Πρωτόλεια απωλειών κι ελπίδων. Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν πολύ δηλωτικό και αντιπροσωπευτικό του περιεχομένου τίτλο, αφού πράγματι η συλλογή αποτελείται από 39 πρώιμα ποιήματα του δημιουργού με κεντρικό θεματικό και νοηματικό άξονα την απώλεια με την ευρύτερη έννοια και όχι αποκλειστικά αυτήν του θανάτου και την ελπίδα, ένα δίπολο στενά συνυφασμένο με τη ζωή του ανθρώπου. Ίσως να μην πρόκειται και για καθαρή αντίθεση, αλλά ενότητα, αφού ο φόβος της επικείμενης απώλειας συνδέεται και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την ελπίδα της αποφυγής, της αναβολής της απώλειας ή κατόπιν αυτής την ελπίδα του επανιδείν και της επανάκτησης του χαμένου. Η ελπίδα, δηλαδή, θα μπορούσε να ειπωθεί πως περιτριγυρίζει την απώλεια και αποτελεί μια αναγκαία προέκτασή της, όχι το αντίθετό της, ωστόσο έχοντας τη δύναμη να την ανατρέψει. Αυτό δείχνει μέσα στα ποιήματά του ο ποιητής και είναι αξιοθαύμαστο που κατάφερε να το χωρέσει και στον τίτλο του.
Στην αρχή της ποιητικής συλλογής βρίσκεται ο πρόλογος του προέδρου της Αμφικτυονίας Ελληνισμού, ποιητή και ζωγράφου Δημήτρη Μπουκόνη (η συλλογή που προλογίζει είναι ντυμένη με οκτώ εικαστικά του έργα), ο οποίος παρακινεί τους αναγνώστες να διαπιστώσουν και οι ίδιοι όσα τιμητικά γράφονται προχωρώντας στην ανάγνωση των ποιημάτων του Γιάννη Οικονόμου. Πριν από αυτά, όμως, ευρίσκονται λίγα λόγια και από τον ίδιο τον ποιητή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η θεώρησή του πως τρεις είναι οι πιο ευγενείς λειτουργίες που μπορεί να εκτελέσει κάποιος: του Δασκάλου, του Γιατρού και του Ποιητή. «Ανάμεσα στις τρεις, αυτή του Ποιητή ίσως να είναι η σπουδαιότερη, καθότι ο Ποιητής μπορεί κατά περίπτωση και να διδάξει ή να γιατρέψει», γράφει, προκαλώντας το ανάλογο δέος για τους ποιητές και όσα μπορούν να προσφέρουν μέσω της υψηλής τους τέχνης.
Τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής είναι χωρισμένα σε τετράστιχες στροφές. Σε πολλούς στίχους παρατηρείται και ομοιοκαταληξία, άλλοτε ζευγαρωτή, άλλοτε σταυρωτή και άλλοτε ανάκατη. Αυτά τα μέτρα ενισχύουν τον εσωτερικό ρυθμό και παλμό που παρατηρείται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα. Ωστόσο, ο ποιητής δεν περιορίζεται στον χώρο του ελυθερωμένου στίχου, σεργιανάει και στον ελεύθερο, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει όσα θέλει χωρίς περιορισμούς. Με λυρική πένα, εικονοπλαστική δεινότητα και μια έμφυτη ποιητικότητα και ευαισθησία, ο ποιητής κάνει τον αναγνώστη να βουτήξει εντός του εκάστοτε ποιήματός του και να το συλλάβει με όλες του τις αισθήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα Ο φαροφύλακας (σελ. 42-43). Η περιγραφή τόσο του ίδιου του φαροφύλακα όσο και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας είναι άκρως αναπαραστατική και καταφέρνει να μεταδώσει όλο το πλαίσιο, το οποίο δεν είναι άλλο από τη μοναξιά. Ο φαροφύλακας παρομοιάζεται με τον ποιητή, λόγω της μοναξιάς που συνήθως κατακλύζει και τους δύο.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που διακρίνει την τεχνοτροπία του ποιητή θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο αιφνιδιασμός που πετυχαίνει προς το τέλος αρκετών ποιημάτων του συνήθως με μια αποκάλυψη ή ανατροπή. Στο ερωτικό (από τα λίγα) ποίημα Θύμηση (σελ. 28-29), για παράδειγμα, θυμάται και περιγράφει την πραγματική ομορφιά μιας γυναίκας αλλά και της αύρας που του είχε προκαλέσει, για να καταλήξει αιφνίδια: «Μονάχα το φιλί της δε θυμάμαι. Και πώς να το θυμάμαι; Δεν το ’νιωσα ποτέ», δίνοντας με αυτόν τον απλό τρόπο όλη την αίσθηση του ανεκπλήρωτου έρωτα και τη νοσταλγία του. Επίσης, η καβαφική ειρωνεία είναι διάχυτη. Όμως, πρόκειται για μια ειρωνεία που κρύβει την ελπίδα μέσα της, την αισιοδοξία και όχι την απαισιοδοξία. Είναι μια ειρωνεία που στόχο έχει να ταρακουνήσει και να παρακινήσει να διορθωθούν πράγματα, συνήθειες, νοοτροπίες και καταστάσεις. Στο ποίημα Παροτρυντικόν (σελ. 40) μας παροτρύνει ξεκάθαρα μέσα από την ειρωνεία να μη γίνουμε «ένας ακόμη πωλητής εμφιαλωμένων ονείρων».
Σε κάποια ποιήματα εντοπίζονται επιρροές και αξιοποιήσεις μύθων, π.χ. στο Φόβος, χρέος, κλέος (σελ. 14) και στο Βακχικόν 2007 μ.Χ. (σελ. 30). Σε αυτά και σε άλλα που μπορούν να χαρακτηριστούν πιο εύκολα υπαρξιακά και κοινωνικά, όπως Το κελί (σελ. 16-17), Κοσμήματα (σελ. 18-19), Για τους ρέμπελους (σελ. 20-21), Αθήνα-Μαύρο (σελ. 22-23), Το Σταυροδρόμι (σελ. 24-25), Στα σκοτεινά αλώνια (σελ. 26-27), Πρωτοκοσμικού μένος (σελ. 48-49), Γολγοθάς (σελ. 50-51), Μπαλάντα δανεισμένων αναμνήσεων (σελ. 54-56), γίνεται λόγος για φιλοπατρία («Δεν ξέρω παρά μόνον ότι με λούζει κρύος ιδρώτας και τρέμω σύγκορμος από φόβο μη γίνω κι εγώ ένας άπατρις κοσμοπολίτης του τίποτε»), για ειρήνη, για δικαιοσύνη, για ισότητα, για ατομική και ταξική πάλη («Δεν τελείωσε η πάλη. Κι αύριο πάλι στο κελί…», «κι έπειτα πάλι στο στρατί»), για προσπάθεια να αλλάξει η ειμαρμένη, για αρετή και τόλμη («Και του Διός ο υιός ο αγαπημένος γενναία έβγαλε απόφαση και πρέπει αίνος, τον δύσβατο, τον ανηφορικό δρόμο να πάρει. Δρόμο γεμάτο πόνους, πάθη μα και Χάρη. Μονάχα δύο λέξεις ψιθυρίζοντας: “την Αρετή”»). Γίνεται καταγγελία για την κάθε είδους έκπτωση αξιών που παρατηρείται στη σύγχρονη κοινωνία («Αθήνα, αποθέωσες τη βία και τον τζόγο, συ που ’χες για γνωρίσματα άνθρωπο μα και λόγο. Αθήνα μου αρχόντισσα, Αθήνα ξελογιάστρα, πώς σβήσανε τα φώτα σου; Πού κρύφτηκαν τα άστρα;») Τέλος, όλα αυτά τα ποιήματα, όπως και τα Ταξίδι (σελ. 9-10) και Στιγμές (σελ. 12) αποτελούν συμβουλές, προτροπές ή αποτροπές για το πώς μπορούμε να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή εκτιμώντας τα απλά πράγματα, μακριά από τον πλούτο και ειδικά τον πλούτο που είναι εις βάρος άλλων, χωρίς «στον αριστερό καρπό σου να γυαλίζει απενθώς η ετήσια τροφή ενός χωριού του Νίγηρα».
Στο ποίημα Ερειπιώνες (σελ. 32) θρηνεί για ό,τι πεθαίνει πρόωρα, για τη «ζωή που αργοπεθαίνει σιγανά, προτού προλάβει πράγματι να ζήσει», παροτρύνοντάς μας αφενός να προλάβουμε να ζήσουμε, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, και αφετέρου να μη σκοτώνουμε κάτι πριν την ώρα του. Στο ποίημα Το κρεβάτι (σελ. 33), δε, βλέπουμε σε πόσες καθοριστικές στιγμές ζωής έχουμε ξαπλώσει εκεί («Εκεί γεννήθηκες. Εκεί μεγάλωσες και θέριεψες», ώσπου «επιτέλους θα ξαπλώσεις ήρεμα κι απλά. Καληνύχτα») και συνειδητοποιούμε πόσο σημαντικό ρόλο έχει το κρεβάτι στη ζωή μας. Ο ποιητής μάς δείχνει πως ένα άψυχο αντικείμενο μπορεί να γίνει φορέας της ψυχής μας, ακόμα και της ζωής μας όλης. Στην ουσία στο κρεβάτι ανοίγει και κλείνει ο κύκλος της ζωής μας.
Στο ποίημα Ά ειρωνικό (σελ. 35), ένα ποίημα ποιητικής, αναφέρεται στην ειρωνεία του πράγματος οι ποιητές να αντλούν έμπνευση από δυσάρεστα γεγονότα, όπως στο συγκεκριμένο ποίημα είναι μια πυρκαγιά στην Πάρνηθα. «Ααα! Καλό μαντάτο για τον ποιητή: νέα αφορμή για ποίημα…» Βέβαια, υπόρρητα λέγεται και κάτι ακόμα: πως η δουλειά των ποιητών είναι ακριβώς αυτή, να εμπνέονται και να γράφουν για συμβάντα που δε θα έπρεπε να λαμβάνουν μέρος. Η ποίηση είναι ένας τρόπος καταπολέμησης των κακώς κειμένων και επομένως κάνεις δεν μπορεί να κατηγορήσει τους ποιητές που χρησιμοποιούν ως υλικό τους πολλές φορές δυσάρεστα γεγονότα. Στο ποίημα Εις το όνομα του πατρός (σελ. 36-37) πρωτοπορεί γράφοντας ένα ποίημα ύμνο στον πατέρα και κατ’ επέκτασιν στον άντρα, μιας κι έχει αδικηθεί λίγο και δεν έχει υμνηθεί όσο η «θήλεια θεότητα που δεν μπορούσαν παρά να την εξάρουν στο πρόσωπο της μάνας».
Εν ολίγοις, όπως γίνεται φανερό, ο ποιητής γράφει για ό,τι τον απασχολεί, στοιχειοθετώντας έτσι μια πολυθεματική ποιητική συλλογή. Δε διστάζει να επικρίνει, δε διστάζει να φανερώσει αλήθειες που όλοι μας κατά βάθος γνωρίζουμε, αλλά δε θέλουμε να δούμε, δε διστάζει να κάνει ανατροπές και πάνω απ’ όλα δε διστάζει να επικοινωνήσει τον εσωτερικό του κόσμο. Ο στόχος που θέτει στα εισαγωγικά του λόγια έχει επιτευχθεί. Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των ποιημάτων του, τα νιώθει, τα καταλαβαίνει και προσπαθεί να τα αφομοιώσει, ώστε να υιοθετήσει τις κατευθύνσεις που δίνονται και να τις εφαρμόσει στη ζωή του. Και ο ποιητής έχει καταφέρει να πετύχει και κάτι ακόμα… Έχει παραδώσει ένα έργο πλήρες και καθ’ όλα άρτιο. Μπορεί, αν του δινόταν η ευκαιρία, να κατέθετε κι άλλα, ακόμα πιο ωραία ποιήματα, όπως αναφέρει και ο κύριος Δημήτρης Μπουκόνης στον πρόλογό του, αλλά όσα κατέθεσε είναι ήδη ωραία, μοναδικά και άξια και είναι αρκετά.
Παρατίθενται τρία ενδεικτικά ποιήματα:
Ταξίδι
Πάρε το χέρι μου αν θες,
φίλε παλιέ, φίλε καλέ.
Πάμε μια βόλτα ως το χθες,
στις μνήμες μας τις πιο θερμές.
Σε μονοπάτια πράσινα που σεργιανίσαμε,
με ευωδίες γιασεμιού και νυχτολούλουδου,
σε ζωογόνα νάματα που κολυμπήσαμε,
σε πορφυρά ουράνια που αντικρίσαμε.
Σε καλοκαίρια με φέτα και καρπούζι
τα απογεύματα κι ο γείτονας για τη λάμπα
που ’σπασε πάλι η μπάλα μας να σκούζει
και με πληθώρα από επίθετα μας λούζει.
Στις μέρες που η ξεγνοιασιά
ήταν η μόνη μας αξίωση.
Τρεχαλητά και ποδήλατα στη δημοσιά,
κρυφτό κάτω απ’ τη φυλλωσιά.
Σε χιονοπόλεμους που παίξαμε πολλούς
νικήσαμε και χάσαμε, μα πάντοτε γελάσαμε
και βομβαρδίσαμε και τους φτωχούς περαστικούς
χωρίς ποτέ μας να θρηνήσουμε νεκρούς.
Στα κρύα βράδια με τη σιγαλιά
και με το αναμμένο τζάκι,
στης βάβως μας την αγκαλιά
με παραμύθια απ’ τα παλιά.
Τότε που είχαμε εύκολο το χαμόγελο
και δε μας χώριζαν φόβοι και πάθη.
Τότε που επιδιώκαμε ακόμα το ανώφελο
και βρίσκαμε χαρά σ’ έναν ασφόδελο.
Πάρε το χέρι μου αν θες,
φίλε παλιέ, φίλε καλέ.
Πάμε μια βόλτα ως το χθες,
στις μνήμες μας τις πιο απλές.
Ο σεληνιάρης
Βαθιά στα δάση των νυμφών ποιος τριγυρνάει
και μοναχός στις ρεματιές τσαλαβουτάει;
Ποιος των θεριών τη συντροφιά αποζητάει
μα σαν ανθρώπινη φωνή ακουστεί το σκάει;
Μες στη βροχή και το αγιάζι ποιος χορεύει
κι όταν προς τα ουράνια τραγουδά τι γυρεύει;
Τα αφέγγαρα τα βράδια του Φλεβάρη
ποιος περπατά στα σκοτεινά δίχως λυχνάρι;
Ποιος αγαπάει τη φωτιά ιδίως αν τον κάψει;
Ποιανού τα μάτια αστράφτουνε με ασημένια λάμψη;
Τα χτυποκάρδια του έρωτα ποιος πρώτος τα ακούει;
Στης Αρετής το κέλευσμα πλέον ποιος υπακούει;
Σε ποιον βρέφη και νήπια χαμόγελα χαρίζουν
ενώ όλοι οι προύχοντες να τον ξεφορτωθούν πασχίζουν;
Ποιος χωρίς φόβο στέκει εμπρός σε βασιλιά ή τσάρο
κι έχει φιλιές αδερφικές με τον Λιμό και τον Χάρο;
Στο πανηγύρι του χωριού ποιος ποτέ του δεν πάει;
Όταν οι άλλοι κοιμηθούν ποιος στον Θεό μιλάει;
Ποιος με τους ξένους συζητά στου καθενός τη γλώσσα;
Και κάθε μέρα ποιος σκαρφαλώνει νοερά σε Όλυμπο και Όσσα;
Ποιος ψιθυρίζει πονηριές και μυστικά στις αλεπούδες;
Ποιος στήνει ξέφρενο χορό με πλήθος πεταλούδες;
Ποιος μελωδίες σφυρά παρέα με γρύλους και τζιτζίκια;
Ποιος φτιάχνει κουμπαριές ανάμεσα σε γάτους και ποντίκια;
Ο σεληνιάρης, ο τρελός, ο αλαφροΐσκιωτος, αυτός!
Ο επαίτης, ο ρομαντικός, ο αναρχικός, ο παλαβός!
Κατηγόριες σαν αυτές ακούει πολλές, πάρα πολλές.
Βλέπεις οι άδολες ματιές γεμίζουν τους πάντες ενοχές.
Μα τι τα θες, μα τι τα θες…
Χωρίς εσένα
Χωρίς εσένα μουδιασμένες σιωπές και γνώριμοι πόνοι
μπλάβες ανατολές και γκρίζα ηλιοβασιλέματα
φάλτσα τιτιβίσματα και καυτό παγωτό
ατελείς κύκλοι και άψογα σκαληνά.
Χωρίς εσένα κοφτές ανάσες και συμβατικά χαμόγελα
άφθονες Τρίτες κι άφαντες Κυριακές
μονόχρωμα ουράνια τόξα και θαμπά άστρα
ραγισμένοι καθρέφτες και στρωμένα κρεβάτια.
Χωρίς εσένα μουχλιασμένες έρημοι και ξεραμένες οάσεις
μικροαστικά όνειρα και λαϊκοί εφιάλτες
ερυθρά σκοτάδια και μαύρες λάμψεις
παλιές σειρές κι άνοστα βιβλία.
Χωρίς εσένα άμουσοι ποιητές και ρηχοί φιλόσοφοι
φριχτές πεταλούδες κι αξιαγάπητες ύαινες
φτηνά τσιγάρα και παγωμένα ρολόγια
άσχημα μωρά και γαβγίσματα γάτων.
Χωρίς εσένα ίσως να μην υπάρχω ούτε εγώ.
Όποιος επιθυμεί να γνωρίσει λίγο περισσότερο τον ποιητή στον οποίο είναι αφιερωμένο το παρόν άρθρο και να μάθει γιατί χαρακτηρίστηκε ως «μεθόριος» μπορεί να διαβάσει εδώ την ομιλία ενός καθηγητή του.
Γιώργος Τσιβελέκος
Αρθρογράφος
Επιμελητής βιβλίων, Λογοτέχνης
Διαβάστε περισσότερα για τον Γιώργο Τσιβελέκο εδώ.