Εν μέσω αντιδράσεων, συζητείται σήμερα στη Βουλή το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια. Οι αλλαγές που φέρνει στη γονική μέριμνα και την ανατροφή των παιδιών μετά τον χωρισμό είναι ραγδαίες και θεμελιώδεις, κάτι που έχει επιφέρει πολλούς επαίνους, αλλά και πολλές αντιρρήσεις που αναμένεται να εκφραστούν σήμερα στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου.
Οι αντιρρήσεις, μάλιστα, δεν προέρχονται μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από τους κόλπους της κυβέρνησης, καθώς οι πρώην υπουργοί, Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, ζήτησαν συγκεκριμένες τροποποιήσεις επί βασικών άρθρων του νομοσχεδίου.
Στις εκατέρωθεν επικρίσεις ο υπουργος Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας απάντησε: «Αντιλαμβάνομαι τη διαφορετική άποψη και την ακούω, αλλά με δεδομένο ότι αυτή τη στιγμή ήδη έχουμε εξαντλήσει κάθε είδους διάλογο, ήδη έχουν προηγηθεί πολλές προσπάθειες και διαφορετικής κυβέρνησης, αλλά και αυτής της σημερινής κυβέρνησης τουλάχιστον αυτούς τους 20 μήνες, να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο θα προστατεύει τα παιδιά.»
Ας δούμε ποια ειναι τα επίμαχα σημεία που έχουν προκαλέσει τις περισσότερες αντιδράσεις:
Τι σημαίνει «άσκηση από κοινού και εξίσου της γονικής μέριμνας»;
Ίσως η μεγαλύτερη κριτική που έχει ασκηθεί στο νομοσχέδιο είναι για τη λέξη «εξίσου» που για πρώτη φορά τοποθετείται δίπλα στην από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας.
Οι δύο βουλευτές της ΝΔ, Μ. Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, ζήτησαν την τροπολογία στο σχετικό άρθρο επειδή ο όρος «εξίσου» μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, όπως για παράδειγμα ως ισόχρονη, και έτσι να ανοίξουν νέα μέτωπα αντιδικίας μεταξύ των γονέων.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει ότι η διατύπωση της από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ισόχρονη, ούτε να συνδέεται με υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία, αφού σαν στόχο έχει το σεβασμό της αρχής της ισότητας των γονέων, ως ισότιμοι γονεϊκοί πυλώνες. Δεν τίθεται ζήτημα παρερμηνείας, λέει το υπουργείο, αφού ταυτόχρονα ορίζεται η κατοικία διαμονής, θεσμοθετείται το μαχητό τεκμήριο της επικοινωνίας με το παιδί, ενώ σε άλλη διάταξη ρητά αναφέρεται ότι δεν μπορούν να διαταραχθούν οι καθημερινές υποχρεώσεις του παιδιού.
Μπορεί να παρερμηνευθεί η έννοια της «υποχρεωτικής συναπόφασης»;
Σημείο έντονης αντιπαράθεσης αποτελεί και η «υποχρεωτική συναπόφαση», όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου που επιβάλλει ότι «για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς».
Η κριτική λέει ότι αφήνεται να εννοηθεί πως το δικαίωμα της επικοινωνίας ιεραρχείται πάνω από άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως το γεγονός ότι η μετακίνηση του παιδιού σε άλλο τρόπο διαμονής μπορεί να είναι προς το συμφέρον του ή ενδεχομένως να μην είναι δυνατόν να αποφευχθεί.
Το υπουργείο έχει επισημάνει ότι η «υποχρεωτική συναπόφαση» αφορά τα ζητήματα της γονικής μέριμνας και όχι της επιμέλειας (στα οποία αρκεί η ενημέρωση), καθώς υπάρχουν μείζονα ζητήματα που θα πρέπει οι γονείς να συναποφασίζουν (π.χ. ζητήματα εκπροσώπησης, εκπαίδευσης, ιατρικών πράξεων επί των παιδιών). Σε κάθε περίπτωση, όταν η εξεύρεση κοινής λύσης από τους γονείς αποκλείεται, η απόφαση λαμβάνεται από το δικαστήριο.
Τι προβλήματα μπορεί να προκύψουν από το «τεκμήριο του 1/3 του χρόνου επικοινωνίας»;
Μεγάλη συζήτηση γίνεται και γύρω από το 1/3 του χρόνου επικοινωνίας που θα δικαιούται πλέον να έχει, με φυσική παρουσία, ο γονέας που δεν διαμένει με το παιδί.
Οι επικριτές της επίμαχης διάταξης έχουν θέσει αρκετά ερωτήματα, όπως: «Τι σημαίνει αυτή η “υποχρέωση»” επικοινωνίας; Είναι δικαστικά εξαναγκαστή; Η παράβασή της “υποχρέωσης” επικοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και να οδηγήσει σε αφαίρεσή της; Συμφέρει στο παιδί να επικοινωνεί εξαναγκαστικά με έναν γονέα που θέλει ή μπορεί να έχει μόνο περιορισμένη επικοινωνία;»
Για το ζήτημα έχει τοποθετηθεί και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας επισημαίνοντας τον κίνδυνο, προκειμένου να συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος του τεκμηρίου, να χρειάζεται το τέκνο να περνά όλο τον χρόνο των διακοπών του και των ημερών ανάπαυλας (π.χ. Σαββατοκύριακα, αργίες κλπ.) με τον γονέα με τον οποίο δεν θα διαμένει. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων τονίζει ότι θα πρέπει να οριστεί ο προτεινόμενος τρόπος κατανομής του χρόνου του τέκνου με έκαστο γονέα, ώστε αφενός το δικαστήριο να μην προβαίνει σε μαθηματικούς υπολογισμούς, αφετέρου να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης, ώστε να μην διαφοροποιείται η ποιότητα του χρόνου που έχει ο κάθε γονέας με το τέκνο του.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης υποστηρίζει πως δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην επικοινωνία. Το τεκμήριο του 1/3 του συνολικού χρόνου ως χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με το γονέα του με φυσική παρουσία, ορίζεται ως «μαχητό» και τίθεται στην κρίση του δικαστή. Ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί μια βάση συνεννόησης μεταξύ των γονέων, με τρόπο όμως τέτοιο ώστε να δίνεται η δυνατότητα ποιοτικού χρόνου και στους δύο γονείς, λαμβάνοντας υπόψη και τη γνώμη του παιδιού, όπως ισχύει ήδη.
Πόσο εκτεθειμένο είναι το παιδί απέναντι στον «κακοποιητή γονέα»;
Έντονη κριτική έχει δεχθεί και το άρθρο 14 που ορίζει τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας.
Οι επικριτές επισημαίνουν πως το επίμαχο άρθρο σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις, αφήνει τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας (παιδιά και γονείς) εκτεθειμένα καθώς δεν περιορίζεται ο κακοποιητής γονέας, ο οποίος συνεχίζει να ασκεί γονεϊκά δικαιώματα, μέχρι την «οριστική δικαστική απόφαση». Περισσότερες από 80 γυναικείες οργανώσεις από την Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν τοποθετηθεί με επιστολή τους προς τον Πρωθυπουργό, υπογραμμίζοντας ότι στο πλαίσιο της ελληνικής δικαστηριακής πραγματικότητας «αυτό σημαίνει πως όλοι οι δράστες θα έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στα θύματά τους για περισσότερα από 2-5 χρόνια.»
Προς το παρόν, το υπουργείο Δικαιοσύνης έχει αλλάξει τη διατύπωση ως προς την κακή άσκηση γονικής μέριμνας. Συγκεκριμένα, η προϋπόθεση της αμετάκλητης καταδίκης του γονέα άλλαξε σε οριστική δικαστική απόφαση, καθώς πράγματι η αναμονή έκδοσης αμετάκλητης απόφασης για τόσο σοβαρά αδικήματα, είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Πάντως, πηγές του υπουργείου προτάσσουν τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (την καταστρατήγηση της οποίας επικαλέστηκαν και οι Μ. Γιαννάκου και Ο. Κεφαλογιάννη), υποστηρίζοντας ότι όλες οι νέες διατάξεις ερμηνεύονται και εφαρμόζονται υπό το πρίσμα της.
Πηγή: news247.gr