ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2016)
(MANCHESTER BY THE SEA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κένεθ Λόνεργκαν
- ΚΑΣΤ: Κέισι Άφλεκ, Λούκας Χέτζες, Μισέλ Γουίλιαμς, Κάιλ Τσάντλερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 137′
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Χωρισμένος και εντελώς ακοινώνητος άνδρας θρηνεί τον χαμό του αδελφού του και ξαφνιάζεται όταν ανακαλύπτει ότι ο δεύτερος είχε αφήσει πίσω του σαφείς οδηγίες, ώστε εκείνος να αναλάβει την κηδεμονία του ανιψιού του.
Από όλες τις οσκαρικές ταινίες της χρονιάς, ακόμη σπαζοκεφαλιάζω για να καταλάβω γιατί το «Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα» αντιμετωπίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, πόσο μάλλον και ο σχετικός σεβασμός προς το πρόσωπο του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κένεθ Λόνεργκαν. Περισσότερο «γραφιάς» στην καριέρα του, ο Λόνεργκαν πέρασε στη σκηνοθεσία για πρώτη φορά το 2000, με το χαμηλότονο δράμα «Στηρίξου Πάνω μου», μια τυπική περίπτωση μικρού, σαντανσικού φιλμ με ψυχή, από εκείνα που βλέπεις, σου αφήνουν μια καλή γεύση και ξεχνιούνται στο βάθος του χρόνου. Ο ίδιος είχε προταθεί για Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου με αυτό. Εμφανίστηκε ξανά ως σκηνοθέτης ταινίας μυθοπλασίας το 2011, με τη «Margaret», δράμα και πάλι, το οποίο δεν κατόρθωσα να δω ποτέ διότι… δεν ήξερα ποιο φιλμ να παρακολουθήσω, ουσιαστικά! Ο Λόνεργκαν είχε υπογράψει με την εταιρεία Fox Searchlight για να παραδώσει την ταινία για διανομή το 2007, αλλά η διαφωνία τους για το final cut διήρκεσε τέσσερα χρόνια (!), με πληθώρα μηνύσεων και από τις δύο πλευρές, καταλήγοντας σε ένα σκέτο τσίρκο, με τέσσερις διαφορετικά μονταρισμένες εκδοχές του φιλμ. Ο ίδιος ο δημιουργός του ομολόγησε πως δεν ήταν ποτέ σίγουρος για το ποια ήταν η καλύτερη version! Άρα, γιατί να ασχοληθώ εγώ με αυτό το πράγμα;
Μετά από όλον εκείνον τον ντόρο (για τους λάθος λόγους), λοιπόν, ερχόμαστε στην περίπτωση της «Πόλης Δίπλα στη Θάλασσα». Δεν πρόκειται για το βρετανικό Μάντσεστερ, αλλά ένα μικρό ψαροχώρι στη Μασαχουσέτη της Αμερικής, ένα ανθρώπινο «πουθενά», στο οποίο η καθημερινότητα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία και οι άνθρωποι, απλά, ζουν και πεθαίνουν. Λίγο απομακρυσμένος από αυτό, πια, ο Λι (Άφλεκ) εργάζεται ως επιστάτης σε πολυκατοικία, κάνοντας κάθε τύπου μικροδουλειά, από υδραυλικά, ηλεκτρολογικά, μέχρι να πετάει και σκουπίδια ακόμη. Ζει σε ένα ημιυπόγειο δωματιάκι, πίνει διαρκώς και τσακώνεται με το παραμικρό στα bar, δεν έχει καμία άλλη διάθεση κοινωνικότητας ή ανθρώπους κοντά του, με μια φράση (που όλοι γνωρίζουμε το βαθύτερο νόημά της) «δεν έχει στον ήλιο μοίρα».
Το φιλμ δεν μας δίνει την εντύπωση ότι είχε υπάρξει και πολύ διαφορετικός στο παρελθόν, πέραν της (προφανούς) διάθεσης… για σεξ που είχε με τη σύζυγό του, εξού και τα τρία ανήλικα παιδιά. Δεν εμφανίζονται κάπου όλοι μαζί ως οικογένεια σήμερα, αλλά έχουμε μια πρώτη πληροφορία περί διαζυγίου. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Δεν το αντιλαμβανόμαστε εξαρχής αυτό (και το μοντάζ δεν το υποστηρίζει καθόλου σωστά). Οι βασικές περίοδοι δράσης αφορούν την περίθαλψη του αδελφού του, τον θάνατό του, τη δυσκολία της απόφασης να γίνει ο Λι ο κηδεμόνας τού έφηβου πλέον ανιψιού του (με τον οποίο μοιράζεται ελάχιστα flashback ως μικρό παιδί) και την αιτία του χωρισμού του με τη Ράντι (Γουίλιαμς).
Πρέπει να περάσει τουλάχιστον η πρώτη ώρα για να έχει μια ξεκάθαρη γνώση της κατάστασης ο θεατής, που πηγαινοέρχεται διαρκώς μπρος-πίσω, ακόμη και για ασήμαντες, μικρές στιγμές της καθημερινότητας (ή και του κοντινού παρελθόντος) του Λι, και σου δίνεται η εντύπωση ότι όλο αυτό το «παιχνίδι» με τον χρόνο δεν έχει δουλευτεί με προσοχή ή κάποιο ουσιαστικό νόημα για την ιστορία. Και κάπου εδώ, έρχομαι εγώ, ο οποίος ήθελα να παρατήσω την ταινία στη μέση από εκνευρισμό για τούτο το εσκεμμένα «αποστασιοποιημένο» (για τα μάτια του κόσμου) μελόδραμα, που και έχουμε ξαναδεί πολλάκις και θεωρώ σπατάλη χρόνου (πόσω μάλλον όταν τα 137 λεπτά ενός φιλμ και σου χαλάνε τη διάθεση και σου στερούν ώρες… πραγματικής ζωής). Βασίζω τις ενστάσεις μου πρωτίστως στα «δάνεια» σεναριακής δομής και χτισίματος storyline από τον Γκιγέρμο Αριάγα, με τον οποίο ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου δημιούργησε ένα στιλ δραματουργίας αφιερωμένο στο θανατικό και την οδύνη, ξεπερνώντας τα όρια της υπερβολής (βλέπε «Babel» του 2006), τελικά. Και από μόνος του, ο Ινιάριτου εκτροχιάστηκε ακόμη χειρότερα κατόπιν, σκηνοθετώντας το «Biutiful» (2010), μια αισχρή περίπτωση ψυχολογικής «πορνογραφίας» στο σινεμά, από τις ελάχιστες περιπτώσεις που εγκατέλειψα προβολή πριν το τέλος μιας ταινίας, με αίσθηση δυσφορίας από το συγκινησιακό δούλεμα του «δημιουργού» εις βάρος μου.
Με αυτά τα άνωθεν παραδείγματα συγγενεύει το φιλμ του Λόνεργκαν, που αντί να αφηγηθεί με απλότητα ένα έτσι κι αλλιώς στερεότυπο μελοδράματος, επιλέγει το τρικ τού «σπασίματος» του χρόνου, για να φανεί μια πιο «auteur-ίστικη» ικανότητα, περιστρέφοντας τα πάντα γύρω από έναν μονίμως κατατονικό ήρωα, τον οποίο περιστοιχίζει μονάχα η απώλεια, ο πόνος και… καμία προοπτική λύτρωσης. Δεν βοηθά ούτε η παρουσία του μονοκόμματου εκφραστικά Άφλεκ, που προ ημερών είδα να παραλαμβάνει το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στα BAFTA, εμφανιζόμενος ή με… κατάλοιπα από τον ρόλο του ή την υποψία ότι… αυτή είναι και η μοναδική έκφραση του ηθοποιού, εντός και εκτός γυρισμάτων! Δεν ισχύει το ίδιο με τον νεαρό Χέτζες (ο ανιψιός στο παρόν), που στήνει ένα πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο – χαρακτήρα εφηβικής απόγνωσης και δίψας για ζωή. Όσο για την ερμηνεία της Γουίλιαμς (η διαζευγμένη σύζυγος), στις ολιγόλεπτες εμφανίσεις της εδώ, κλαίει και οδύρεται με μηδαμινές ατάκες (τύπου «μου ράγισες την καρδιά»).
Ειλικρινά, με μια ιστορία ασήμαντη, με ελάχιστο βάθος ανάπτυξης σε χαρακτήρες (αν μπορείς να τους αποκαλέσεις έτσι…), με μια τόσο εξόφθαλμη υπερβολή και υπερτονισμό του δράματος, γιατί έχει φτάσει μέχρι εδώ τούτο το ασπόνδυλο πυροτέχνημα «τραγωδίας», που χρονοτριβεί άσκοπα, σκορπίζοντας και κάποια εμβόλιμα πλάνα τοπίων και φύσης (δίχως καμία λογική); Εάν σου έχει μείνει ίχνος σοβαρότητας, ως θεατής, αναζήτησε τα «Ραγισμένα Όνειρα» (2012) του Φέλιξ Φαν Χρούνινγκεν, ένα παρεμφερές ακόμη και σε θέμα έργο, συγκλονιστικής δύναμης και άψογα μελετημένου σχεδιασμού στο σενάριο, στο οποίο η δραματουργία και το μοντάζ υπηρέτησαν ένα αφηγηματικό σύνολο μεστό και πραγματικά σπαρακτικό. Αλλά εκείνη η μικρή, βέλγικη ταινία δεν σου πετούσε ένα adagio στη μούρη για κρεσέντο…
Σας το δηλώνω ξεκάθαρα εξαρχής: δεν πρόκειται να βρείτε εύκολα ταινία του σύγχρονου – τουλάχιστον – παγκόσμιου σινεμά που να αφηγείται με περισσότερη ωμή ειλικρίνεια, ρεαλισμό και πολυεπίπεδη ευκρίνεια τις συνέπειες του ψυχικού πόνου και της ανελέητης προσωπικής ενοχής στον επακόλουθο χρόνο μιας ανθρώπινης τραγωδίας. Ο χαρακτήρας του Λι είναι εκείνος που έχει χάσει τα πάντα και δεν ελπίζει πια σε τίποτα. Και, το χειρότερο, δεν θέλει να ελπίζει σε τίποτα.
Πρωτοσυναντάμε αυτό το «φάντασμα», αυτό το ανέκφραστο, σχεδόν αμίλητο ρομπότ, το φαινομενικά άδειο κουφάρι εκεί που παλιότερα υπήρχε ένας άνδρας γεμάτος ζωή, σε μια άλλη πόλη, επιστάτη ενός κτηρίου που κάνει μηχανικά τις απαραίτητες δουλειές, μέχρι το τηλεφώνημα με τα νέα για τον θάνατο του πολυαγαπημένου του μεγαλύτερου αδελφού. Ο Λι οδηγεί με σταθερό, κενό βλέμμα μέχρι το Μάντσεστερ, την κωμόπολη / ψαροχώρι της Νέας Αγγλίας στην οποία γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έκανε τη δική του οικογένεια, ώσπου… Αυτό το «ώσπου» δεν το μαθαίνουμε παρά πολύ αργότερα στην αφήγηση, η οποία κόβει συχνά τη γραμμική ιστορία του παρόντος με flashback στο παρελθόν. Και από την αρχική οπτική περιγραφή του Λι, γνωρίζουμε ήδη καλά πως εκείνο το «ώσπου» είναι μεγάλο, και πολύ, πολύ κακό. Προς το παρόν, η αντίθεση του νεκροτομείου με τα flashback τού γοητευτικού, καλοσυνάτου μεγάλου αδελφού μας παρέχουν τις πρώτες απτές αποδείξεις πως ο Λι τελικά δεν είναι ένα ρομπότ, αλλά ένα βαθιά ανθρώπινο άτομο, με τα συναισθήματα να απειλούν να εκραγούν σαν λάβα από το στήθος του.
Στον αντίποδα, ο 16χρονος ανιψιός του, Πάτρικ, είναι ένας δραστήριος, επιτυχημένος έφηβος με υγιή αυτοπεποίθηση, αθλητής του hockey, μέλος rock μπάντας που έχει στήσει με φίλους του, και με, όχι μία, αλλά δύο φιλενάδες. Ο θάνατος του πατέρα του τού έφερε απέραντη θλίψη και η απώλεια είναι καθημερινά απτή, όμως η αισιοδοξία τού χαρακτήρα του και της ηλικίας του είναι κίνητρα που τον επαναφέρουν γρήγορα στη ρουτίνα του. Ουσιαστικά ορφανός, καθώς η μητέρα του τους εγκατέλειψε χρόνια πριν, ο Πάτρικ βρίσκεται σε ένα σπίτι με νέο, μόνιμο (;) ενήλικα – πατρική φιγούρα τον παραιτημένο από τη ζωή θείο του, τον Λι. Οι συγκρούσεις είναι σύντομες μα συχνές και αναπόφευκτες, αν και η βαθιά οικογενειακή αγάπη και η αίσθηση μιας απέραντης αμοιβαίας στοργής πάντα τις υπερκαλύπτει. Σε αυτή τη δυναμική θείου – ανιψιού βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος του σωτήριου, ωμά διακριτικού και, κατά καιρούς, μαύρου χιούμορ που διαπερνά σαν βάλσαμο αυτό το τόσο έντονα συναισθηματικό οικογενειακό δράμα.
Υπάρχουν αληθινά τόσο πολλά να θαυμάσεις σε αυτή την ταινία του indie Αμερικανού σκηνοθέτη – σεναριογράφου Κένεθ Λόνεργκαν, ο οποίος μοιάζει να ειδικεύεται στα ψυχολογικά περίπλοκα δράματα, όπως το μικρό διαμαντάκι του «Στηρίξου Πάνω μου» και το ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα «Μargaret». Ο Λι και μόνο είναι σπάνια περίπτωση κινηματογραφικού προσώπου, και με τον Κέισι Άφλεκ στον ρόλο ανάγεται σχεδόν στο σύγχρονο καθοριστικό παράδειγμα του ενοχικά μοιρολατρικού χαρακτήρα, ανώτατος δικαστής τού ίδιου του εαυτού του που τον έχει καταδικάσει σε ισόβια αυτοτιμωρία, χωρίς καν την ελπίδα… ελπίδας για το μέλλον, προκαλώντας τον εαυτό του να επιζήσει άλλης μιας μέρας δυστυχίας, πόνου, ενοχής. Η συναισθηματική ανισορροπία του Λι, που προσομοιάζει σχεδόν σε στρατιώτη που υποφέρει από μετα-τραυματικό stress, μετασχηματίζεται στιγμιαία από κατατονία σε οργή, σε στοργή και σε ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για τον νεαρό ανιψιό του. Οι αναπόφευκτες συναντήσεις του με την πρώην γυναίκα του, γενναία επιζώσα της κοινής τους παρελθοντικής τραγωδίας, αποτελούν τη χειρότερη και πιο δύσκολη δοκιμασία της αυτοτιμωρίας του.
Ο Λόνεργκαν δημιούργησε μια καθοριστική ταινία για την απώλεια, τον θρήνο, το κενό που οι αγαπημένοι αποδημήσαντες αφήνουν πίσω τους, αλλά και την πιο αισιόδοξη πλευρά τού «η ζωή αναπόφευκτα συνεχίζεται». Έχει εδώ γράψει τον πλέον μεστό, αλλά και άκρως ρεαλιστικό, καθημερινό διάλογο που αντικατοπτρίζει ιδανικά το φαινομενικά σκοτεινό και «πένθιμο», αλλά τελικά απλώς συγκλονιστικά ανθρώπινο σενάριό του, ενώ η σκηνοθετική του δουλειά τον ανάγει πια σε έναν από τους καλύτερους σκηνοθέτες ηθοποιών και χαρακτήρων, με ένα ερμηνευτικά αψεγάδιαστο καστ. Το προαναφερθέν χιούμορ δένει έξοχα με το, θαρρείς, διαμετρικά αντίθετο ελεγειακό ύφος της ταινίας, που ενισχύεται δραματουργικά από την ανάλογη κλασική (κυρίως) μουσική επένδυση, με adagios από τον Χέντελ και τον Αλμπινόνι, χωρίς ωστόσο η ταινία να γίνεται ποτέ μελοδραματική και αφόρητα δύσκολη στη θέαση, αν και κάποιες δραματουργικά έντονες σκηνές με άμεσο συναισθηματικό αντίκτυπο στον θεατή δικαιολογούν και κάνουν απολύτως κατανοητή την έκταση της απέραντης δυστυχίας του κεντρικού ήρωα.
Είναι μερικές ταινίες που αποτελούν περισσότερο συναισθηματικές εμπειρίες παρά δύο συνηθισμένες ώρες κινηματογραφικής διασκέδασης. Το «Μια Πόλη Δίπλα στη Θάλασσα» είναι μία από αυτές. Από αυτές που θα στεριώσουν για τα καλά στην ψυχή (και ελπίζω) και στην καρδιά σας και θα την κουβαλάτε μαζί σας για πολύ καιρό.