Μια διατροφή πλούσια σε ζάχαρη και λίπος διαταράσσει την ισορροπία του μικροβιώματος του εντέρου και μπορεί να επηρεάσει ορισμένες φλεγμονώδεις δερματικές παθήσεις, όπως η ψωρίαση. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Investigative Dermatology, η οποία υποστηρίζει ότι η επιλογή μιας πιο ισορροπημένης διατροφής μπορεί να αποκαταστήσει την υγεία του εντέρου, να καταστείλει τη δερματική φλεγμονή και να οδηγήσει τελικά σε ύφεση των συμπτωμάτων της ψωρίασης.
«Η ψωρίαση είναι μια δερματική πάθηση που προκαλεί παχιές, λευκές, ασημί ή κόκκινες κηλίδες σαν λέπια στο δέρμα. Αυτά τα “μπαλώματα” εμφανίζονται συχνότερα στους αγκώνες, στα γόνατα, στο τριχωτό της κεφαλής και στη μέση, χωρίς να αποκλείεται η ανάπτυξή τους οπουδήποτε στο σώμα. Προκαλούν κνησμό, ο οποίος μπορεί να γίνει αιτία δημιουργίας πληγής. Η έναρξη της πάθησης δεν κάνει διακρίσεις ούτε στο φύλο ούτε στην ηλικία, αν και συχνότερα παρουσιάζεται σε ενήλικες κάτω των 35 ετών. Η δε σοβαρότητά της κυμαίνεται από ήπια έως πολύ σοβαρή, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα της ζωής των ασθενών», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
«Πρόκειται για μια επίμονη δερματοπάθεια που η ύπαρξή της σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Όταν τα ανοσοκύτταρα επιτίθενται λανθασμένα σε υγιή κύτταρα του δέρματος, προκαλούν φλεγμονή και σχηματισμό των χαρακτηριστικών κηλίδων στο δέρμα εξαιτίας της υπερβολικά γρήγορης αύξησης των δερματικών κυττάρων», προσθέτει.
Στο ένα τρίτο των ασθενών η ψωρίαση προκαλεί, εκτός από τις δερματικές βλάβες, ευαισθησία, πόνο και οίδημα στις αρθρώσεις. Μπορεί επίσης να επηρεάσει τα νύχια, προκαλώντας αλλαγή χρώματος, ονυχόλυση (δηλαδή διαχωρισμό του νυχιού από την κοίτη και τελικά αποκόλληση), εμβαθύνσεις, δυσμορφία, κ.ά.
Η τροφή είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που ρυθμίζουν το μικροβίωμα του εντέρου, το σύνολο δηλαδή των μικροοργανισμών που διαβιούν στα έντερα. Μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά και ζάχαρη (δυτική διατροφή) μπορεί να προκαλέσει γρήγορη αλλαγή στο μικροβίωμα και κατά συνέπεια στον τρόπο λειτουργίας του εντέρου. Αυτή η διαταραχή της μικροβιακής ισορροπίας -γνωστή ως δυσβίωση- συμβάλλει στην εμφάνιση φλεγμονής του εντέρου.
Οι τροφές που την επιδεινώνουν
Αμερικανοί ερευνητές, γνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του μικροβιώματος στην εμφάνιση φλεγμονής, επιδίωξαν να καταλάβουν εάν η διαταραχή της ισορροπίας των μικροοργανισμών του εντέρου προκαλεί ή επιδεινώνει τη φλεγμονή στο δέρμα και στις αρθρώσεις. Διεξήγαγαν τη μελέτη τους σε ποντίκια, η οποία στόχευε στο εάν και πώς οι διάφορες τροφές επιδρούν στην εμφάνιση ή επιδείνωση της συγκεκριμένης δερματοπάθειας αλλά και της ψωριασικής αρθρίτιδας.
Διαπίστωσαν ότι ακόμα και μια σύντομη χρονική περίοδος σίτισης με λιπαρά και ζάχαρη αρκεί για να προκαλέσει μικροβιακή ανισορροπία και να αυξήσει την ευαισθησία στην εμφάνιση φλεγμονής του δέρματος που προκαλείται από ψωρίαση με τη μεσολάβηση της IL-23, μιας πρωτεΐνης που παράγεται από τα ανοσοκύτταρα και είναι υπεύθυνα για πολλές φλεγμονώδεις αυτοάνοσες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της ψωρίασης και της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.
Προκειμένου να μάθουν εάν η αλλαγή της διατροφής μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία στο μικροβίωμα σε ποντίκια με ψωρίαση και χαρακτηριστικά ψωριασικής αρθρίτιδας, τα χώρισαν σε δύο ομάδες. Η μία συνέχισε τη δυτική διατροφή για άλλες τέσσερις εβδομάδες και η δεύτερη ακολούθησε μια ισορροπημένη διατροφή ίδιας διάρκειας.
Η μελέτη τους έδειξε ότι η υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και λίπος διατροφή για 10 εβδομάδες προκάλεσε φλεγμονή του δέρματος και των αρθρώσεων. Αλλά στα ποντίκια που τροποποιήθηκε η διατροφή τους σημειώθηκε λιγότερη απολέπιση του δέρματος και μειωμένο πάχος βλαβών συγκριτικά με τα ποντίκια που συνέχισαν να σιτίζονται με τροφές πλούσιες σε λιπαρά και ζάχαρη, γεγονός που δείχνει τον προσωρινό χαρακτήρα της επίδρασης της δυτικής διατροφής στην ψωρίαση.
Συνεπώς, οποιαδήποτε χρονική στιγμή αλλάξει η διατροφή, οι επιπτώσεις της δυσβίωσης, της διαταραχής δηλαδή της μικροβιακής ισορροπίας, αναστρέφεται. Παρότι στα ευρήματα των ερευνητών περιλαμβάνεται και η θετική επίδραση των αντιβιοτικών στον έλεγχο των επιδράσεων της δυτικής διατροφής, συστήνεται στους ασθενείς η επιλογή μιας ισορροπημένης διατροφής προκειμένου να μειωθεί η ένταση των συμπτωμάτων της ψωρίασης και της ψωριασικής αρθρίτιδας.
Θεραπείες για την ψωρίαση
Οι θεραπείες όλων των τύπων ψωρίασης χωρίζονται σε τρεις βασικούς πυλώνες: τις τοπικές θεραπείες, τις φωτοθεραπείες και τις συστηματικές θεραπείες. Η επιλογή της κατάλληλης καθορίζεται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της πάθησης, καθώς και από την περιοχή του δέρματος που επηρεάζεται. Για τις ηπιότερες μορφές συστήνονται αρχικά τοπικές κρέμες και όσο η πάθηση επιδεινώνεται, επιλέγονται ισχυρότερες θεραπείες.
Παρότι υπάρχουν πολλές θεραπευτικές επιλογές για την ψωρίαση, προβληματισμός προκαλείται για την επιλογή της πιο αποτελεσματικής (ή συνδυασμού αυτών) για κάθε ασθενή. Επειδή, δε, η πάθηση δεν είναι ιάσιμη, το θεραπευτικό πλάνο θα πρέπει να επανεξετάζεται τακτικά, σε συνάρτηση με την ένταση των συμπτωμάτων.
Για την αντιμετώπιση των πιο σοβαρών μορφών ψωρίασης, ιδιαίτερα αποτελεσματική έχει αποδειχθεί η φωτοθεραπεία. Πρόκειται για μια ανώδυνη θεραπεία που γίνεται στο ιατρείο, η οποία περιλαμβάνει την έκθεση του δέρματος στην υπεριώδη ακτινοβολία σε τακτική βάση και κάτω από ιατρική παρακολούθηση», εξηγεί περαιτέρω ο δρ Στάμου.
Η διατροφή αποδεικνύεται ένας σημαντικός παράγοντας έξαρσης των συμπτωμάτων και γι’ αυτό οι ασθενείς θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στις επιλογές τους. Εξίσου σημαντική παράμετρος είναι και η ατομική φροντίδα του δέρματος, προκειμένου να επιβραδύνεται ο πολλαπλασιασμός των δερματικών κυττάρων.
«Για την καθημερινή φροντίδα πρέπει να επιλέγονται προϊόντα καθαρισμού χωρίς σαπούνι και το δέρμα να στεγνώνεται επιμελώς μετά το πλύσιμο ταμπονάροντας και όχι τρίβοντάς το. Κατόπιν να απλώνεται ενυδατική κρέμα και να καλύπτεται το δέρμα με βαμβακερά και όχι συνθετικά ρούχα. Πρέπει, επίσης, να αποφεύγονται και όλοι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση και επιδείνωση των συμπτωμάτων της ψωρίασης, όπως το άγχος, το κάπνισμα, το αλκοόλ, οι λοιμώξεις, το κρύο και ξηρό περιβάλλον, καθώς και τραυματισμός του δέρματος», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.