Συχνά-πυκνά συζητάμε με άλλους γονείς και αναρωτιόμαστε τι κουσούρια θα αφήσει στα παιδιά μας όλη αυτή η παράνοια που ζούμε.
– Θυμάστε – νομίζω ήταν το 1986 – που ξαφνικά είχαμε στοκάρει Νουνού για ένα λόχο;
– Ναι, ναι το 1986, άνοιξη. Πηγαίναμε στο σούπερ-μάρκετ και βρίσκαμε μόνο άδεια ράφια.
– Εγώ θυμάμαι τη μαμά μου να τρίβει τα λαχανικά με σφουγγάρι και AVA.
– Ρε παιδιά, θυμάστε μια μέρα που έπιασε ξαφνική βροχή και έτρεχαν οι γονείς μας να μας μαζέψουν άρον-άρον από τις αυλές για να μη βρέξει πάνω μας ραδιενέργεια;
– Πω-πω ναι ρε συ, το θυμάμαι κι εγώ αυτό.
– Εμείς στη Θεσσαλονίκη το ζήσαμε πιο έντονα από εσάς τους φλώρους τους Αθηναίους. Εμείς βλέπαμε τον ουρανό να γίνεται πορτοκαλί και νομίζαμε πως έπεφτε η ραδιενέργεια στο κεφάλι μας.
Υποθέτουν πως κατ’ αναλογία, σε 20-30 χρόνια θα ακούγονται σε παρέες κουβέντες όπως “Ρε σεις, θυμάστε το 2020; Θυμάστε που έκλεισε ξαφνικά το σχολείο και οι γονείς μας είχαν τρελαθεί τελείως και δεν μας άφηναν να πηγαίνουμε πουθενά; Όχι-όχι, πηγαίναμε στο σούπερ-μάρκετ και στοκάραμε κωλόχαρτα!
Και μετά που άνοιξαν τα σχολεία και πηγαίναμε με μάσκες και πασαλειβόμασταν όλη μέρα με αντισηπτικά;
Ρε σεις, θυμάστε που μας είχαν στείλει κάτι μάσκες-αερόστατα που μας έκαναν για μπλούζες; Θυμάστε που μόλις μπαίναμε στο σπίτι μας έλεγαν, μην κάνεις τίποτα αν δεν πλύνεις χέρια; Θυμάστε που οι γονείς μας δεν πήγαιναν στη δουλειά και δούλευαν από το σπίτι με εκείνα τα απαρχαιωμένα laptop; Πω-πω ρε παιδιά, τι είχαμε περάσει τότε, οι γονείς μου ακόμα λένε ιστορίες από τις καραντίνες…”
Θα είναι άραγε η περίοδος του Covid απλά το δικό τους Τσέρνομπιλ; Και δε θα τους αφήσει κανένα κουσούρι παρά θολές ασπρόμαυρες αναμνήσεις από το πολύ μακρινό παρελθόν;
Η κόρη μου, όταν συναντάει κάποια φίλη της, με ρωτάει αν επιτρέπεται να την αγκαλιάσει. Κι εγώ δεν έχω ιδέα τι να της πω. Το σκέφτεστε; Ένα παιδί έξι χρονών πριν τρέξει να αγκαλιάσει τη φίλη της ρωτάει αν αυτό επιτρέπεται και η χαζή μαμά της δεν ξέρει τι να της απαντήσει.
Στο διάλειμμα τα παιδιά βγαίνουν να παίξουν στη μια σπιθαμή αυλής που τους αναλογεί – μην τυχόν και ανακατευτούν με άλλα παιδιά και μπλέξουν τους ιούς τους – και η δασκάλα τους αστυνομεύει και τους φωνάζει να μην προβούν στο αδίκημα του αγγίγματος.
“Μα μαμά, πώς γίνεται να παίξουμε χωρίς να πιανόμαστε;”, με ρωτάει όλο αθωότητα η κόρη μου. Με την αθωότητα που της πρέπει για τα έξι της χρόνια. Και η χαζή μαμά πάλι δεν έχει ιδέα τι να της πει.
Κάντε μια παύση και σκεφτείτε. Είστε πέντε, έξι, εφτά χρονών. Παίξτε χωρίς να πιάνεστε. Χαρείτε χωρίς να αγκαλιάζεστε. Μην ανταλλάζετε φαγητά, μην δίνετε σε κανέναν τα βιβλία σας, μην μοιράζεστε τα μολύβια σας. “Δανάη, μοιραζόμαστε τα παιχνίδια μας”, έλεγα και ξανάλεγα για χρόνια και να που ξαφνικά πρέπει να το πάρω πίσω.
Τις προάλλες ένα παιδάκι, έτσι όπως έτρεχε στην παιδική χαρά, έπεσε μπροστά στα πόδια μου. Κι έμεινα εμβρόντητη να το κοιτάω. Έτρεξε η μαμά να το μαζέψει κι άρχισα να της ψελλίζω κάτι ακατάληπτα “Δεν ήξερα αν θέλετε να το πιάσω, μήπως φοβάστε, covid, 5G, κεραίες, Bill Gates”, ούτε ήξερα τι έλεγα.
Προχθές η κόρη μου ζωγράφισε τον εαυτό της και τη δασκάλα της. Την πρώτη δασκάλα-δασκάλα του μεγάλου σχολείου. Η ζωγραφιά είχε δύο ανθρωπάκια – ένα κοντό και ένα ψηλό – με δύο πελώριες μάσκες στη μούρη. Γιατί η κόρη μου δεν ξέρει πώς μοιάζει η δασκάλα της. Δεν ξέρει πώς είναι όταν χαμογελάει, όταν λυπάται ή όταν θυμώνει. Ξέρει μόνο μια κυρία με μάσκα.
Στο παρακείμενο νηπιαγωγείο, στο σχόλασμα της πρώτης μέρας, τα νηπιάκια είχαν παραταχθεί στον τοίχο για να επιστρέψουν ένα-ένα στις αγκαλιές των γονιών τους. Πριν φύγουν όμως, η νηπιαγωγός έκανε πέντε βήματα πίσω, κατέβασε τη μάσκα της και τους χαμογέλασε πλατιά. “Θέλω να ξέρετε πόσο χαρούμενη είμαι σήμερα αλλά θέλω να το δείτε κιόλας στο πρόσωπό μου” τους είπε.
Θα τα θυμούνται άραγε όλα αυτά τα παιδιά μας σαν κάτι μακρινό και ξεχασμένο από τα παιδικά τους χρόνια;
Θα γίνει στ’αλήθεια το δικό τους Τσέρνομπιλ; Ή θα εξελιχθούν σε υποχόνδριους ενήλικες που θα τρέμουν να κάνουν μια χειραψία; Θα κερνάνε και θα κερνιούνται στις γιορτές τους; Θα ανοίγουν τα σπίτια τους; Θα χορεύουν χασαποσέρβικα στους γάμους τους; Θα αφήνουν τα παιδιά τους να μοιράζονται; Θα θυμούνται πως με μια αγκαλιά περνάνε όλα;
Δεν έχω ιδέα, το μόνο που ξέρω είναι πως η δική μας γενιά κουβαλάει ένα μεγάλο χρέος.
Εμείς που είμαστε μεγάλοι πια και έχουμε ζήσει πάρα πολύ από το “πριν” πρέπει να το θυμίζουμε συνέχεια στα παιδιά μας.
Για να μην ξεχάσουν πως με μια αγκαλιά κι ένα φιλί περνάνε όλα.
Πηγή: