Το δραματικό, μουσικό εξπρές του Άλαν Πάρκερ (1944-2020)
Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της Βρετανίας, ο σερ Άλαν Πάρκερ των μουσικών «Bugsy Malone» (1976), «Fame» (1980), «Pink Floyd: The Wall» (1982), «Εβίτα» (1996), αλλά και των «αληθινών» δραμάτων «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978), «Ο Μισσισσιπής Καίγεται» (1988) και «Στάχτες της Άντζελα», πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
Ο Άλαν Πάρκερ απουσιάζε από το σινεμά τα τελευταία 17 χρόνια. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και για τρεις, σχεδόν, δεκαετίες παρέδωσε σημαντικές, πολυσυζητημένες και αξέχαστες στιγμές της μεγάλης οθόνης.
Προερχόμενος από την δημιουργική δεξαμενή της διαφήμισης, όπως ο συμπατριώτης του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο Άλαν Πάρκερ διέκρινε την εικαστική δυναμική του μέσου και μετά τα τηλεοπτικά «No Hard Feelings» (1973) και «The Evacuees» (1975), ανάθεση του BBC για το οποίο μάλιστα κέρδισε BAFTA και Έμμυ, τόλμησε το πέρασμα στην μεγάλη οθόνη.
Πρώτη ταινία του, το «Bugsy Malone» (1976) μία αναπάντεχη παρωδία και ταυτόχρονα ένα γκανγκστερικό, μιούζικαλ ανηλίκων με την μικρή Τζόντι Φόστερ να τραγουδά «My name is Tallulah». Υπονομεύοντας με χαριτωμένη ειρωνεία και βρετανικό φλέγμα το είδος των ταινιών που καθόρισαν τη δεκαετία του ’70, ο Πάρκερ φανέρωσε άμεσα την μουσικότητα της οπτικής γλώσσας του και κατέκτησε πανάξια το εισιτήριο για την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Επόμενη στάση: «το Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978).
Το «Εξπρές», βασισμένο στην αληθινή μαρτυρία του Αμερικανού φοιτητή Μπίλι Χέις στις φυλακές της Τουρκίας, αποτέλεσε μία σαρωτική επιτυχία. Διχάζοντας το κοινό σε όσους εκτίμησαν την ταινία ως έναν κινηματογραφικό ύμνο στον επίμονο αγώνα του ανθρώπου για αξιοπρέπεια και σε όσους στηλίτευσαν την σχηματική – και για κάποιους ομοφοβική – επίδειξη σχηματικής βίας, το σκανδαλώδες «Εξπρές Του Μεσονυχτίου» λατρεύτηκε από την πλειοψηφία των θεατών, εικονογράφησε σκηνές απίστευτης έντασης, χάρισε στον Μπραντ Ντέιβις και τον Τζον Χερτ δυο συγκλονιστικούς ρόλους, οδήγησε τον Όλιβερ Στόουν στο Όσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (η ταινία συγκέντρωσε συνολικά 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και Σκηνοθεσίας για τον Πάρκερ) και φυσικά τιμήθηκε με το Όσκαρ Μουσικής για την ανυπέρβλητη, μουσική κατάθεση του Τζόρτζιο Μόροντερ.
Με τον Πάρκερ αξιοσέβαστο, πλέον, κεφάλαιο στην βιομηχανία, η συνέχεια περιλάμβανε το νεανικό και επιδραστικό μιούζικαλ (πάλι η μουσική!) «Fame» (1980), που σφυγμομέτρησε τον επίκαιρο παλμό μιας καλλιτεχνικής ομάδας για έκφραση και δόξα, στέλνοντας καρφωτή την Ιρένε Κάρα για το Όσκαρ Τραγουδιού. Δυο χρόνια μετά επιχείρησε ένα διπλό χτύπημα. Οπτικοποίησε το αριστούργημα των Pink Floyd στο «The Wall» (1982), ταινία-αναφοράς με αρωγό την εμπνευσμένη συνδρομή του σχεδιαστή Τζέραλντ Σκαρφ στα σκίτσα, ένα φιλμ που ξεπέρασε την έννοια του video clip μεγάλου μήκους και σχολίασε αλληγορικά την βαναυσότητα του συστήματος και ταυτόχρονα, παρατήρησε με ειλικρίνεια την προσωπική του ζωή και σκηνοθέτησε το «Shoot the Moon», το κοινωνικό δράμα-διαζυγίου με πρωταγωνιστές τον Άλμπερτ Φίνεϊ και την Νταϊάν Κίτον.
Η δεκαετία του ’80 ολοκληρώθηκε με σερί επιτυχιών. Το ψυχόδραμα «Birdy» (1984) για τα εμμονικά τραύματα των βετεράνων του Βιετνάμ, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Γουίλιαμ Γουάρτον, και με πρωταγωνιστές τους Μάθιου Μοντίν, Νίκολας Κέιτζ χαιρετίστηκε από κοινό και κριτικούς ως η πιο ώριμη δουλειά του, ο «Δαιμονισμένος Άγγελος» (1987) έφερε στην επιφάνεια τη νοτισμένη παράνοια ενός άντρα που μάχεται για την ψυχή του στην μυστηριώδη Νέα Ορλεάνη έχοντας εντυπωσιακό δίπολο τους Μίκι Ρουρκ – Ρόμπερτ Ντε Νίρο και το «Μισσιπής Καίγεται» (1988) – 7 Όσκαρ, άλλη μία υποψηφιότητα Σκηνοθεσίας για τον Πάρκερ και ένα βραβείο για την εκθαμβωτική Φωτογραφία – με τους Τζιν Χάκμαν, Γουίλεμ Νταφό σχολίασε την ρατσιστική παθογένεια της Αμερικής. Περιττό να αναφέρουμε πως και οι τρεις ταινίες συνοδεύονται από τρια εξαιρετικά σάουντρακ με τις υπογραφές των Πίτερ Γκάμπριελ («Birdy») και Τρέβορ Τζόουνς (τα άλλα δυο). Ποιος/-α μπορεί να ξεχάσει το σαξόφωνο του Κόρτνεϊ Πάιν που συνοδεύει την κατάβαση του «σύγχρονου Φάουστ» του Πάρκερ στον «Δαιμονισμένο Άγγελο»;
Διατηρώντας το πάθος για την μουσική και τις εικόνες αδιατάρακτο, ο Πάρκερ σκηνοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το «The Commitments» (1991), κωμική στροφή μετά τα βαρύθημα δράματα (είχε προηγηθεί επίσης το «Come See the Paradise» μία χρονιά πριν), για μία ομάδα Δουβλινέζων που γουστάρουν τη soul και το 1994 επέστρεψε με τον «Δρόμο για το Γουέλβιλ», το ναδίρ της καριέρας του (για κάποιους ένοχη απόλαυση), που διασώζεται σχετικά από την ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς ως Δρ. Κέλογκ.
Το 1996, η πολυσυζητημένη «Εβίτα», πιστή μεταφορά του επιτυχημένου μιούζικαλ του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ – και σίγουρα η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά έργου του – έφερε ξανά κοντά τον Πάρκερ με τον Όλιβερ Στόουν (σενάριο), έδωσε στην Μαντόνα έναν ρόλο-ζωής που δικαίωσε τους πάντες για την επιλογή (καθώς και μία Χρυσή Σφαίρα ερμηνείας), δυναμίτισε την οθόνη με την ενέργεια του Αντόνιο Μπαντέρας ως μονοπρόσωπο Χορό αρχαίας τραγωδίας στον ρόλο του Τσε και τιμήθηκε με Όσκαρ τραγουδιού για την μπαλάντα «You Must Love Me».
Λίγο πριν την αυγή του 2000, ο Πάρκερ μετέφερε το 1999 τα απομνημονεύματα του Φρανκ ΜακΚουρτ, στις αποχρωματισμένες «Στάχτες της Άντζελα» (με ένα σάουντρακ δραματικής πυκνότητας δια χειρός Τζον Γουίλιαμς) και το 2003 ολοκλήρωσε μία συναρπαστική καριέρα με την «Ζωή του Ντέιβιντ Γκέιλ», ένα δράμα-φυλακής που δεν έχει την ένταση των πρώτων ταινιών του, αλλά έφερε κοντά δυο ταλαντούχους ηθοποιούς, τον Κέβιν Σπέισι και την Κέιτ Γουίνσλετ.
Σκηνοθέτης απροσδόκητων επιλογών, λάτρης της μουσικής και εικονογράφος της μόνιμης σύγκρουσης του «εγώ» και του συστήματος, ο Άλαν Πάρκερ με μία περιεκτική φιλμογραφία των 14 – μόλις -ταινιών, αποτέλεσε σπουδαίο, δημιουργικό κεφάλαιο. Θα μας λείψει πολύ.
ΠΗΓΗ:cinemagazine.gr