Η ταινία με πρωταγωνίστρια μία 16χρονη στο εδώλιο που καθηλώνει
Ένας σοκαριστικός φόνος, μία αποκαλυπτική δίκη και μια αινιγματική κατηγορούμενη συνθέτουν το καθηλωτικό δικαστικό δράμα «Το Κορίτσι με το Βραχιόλι» με την υπογραφή του Στεφάν Ντεμουστιέ. Ένοχη ή αθώα;
Η 16χρονη Λιζ (στο ρόλο η εξαιρετική πρωτοεμφανιζόμενη Μελίσα Γκουέρς) περνάει τη μέρα σε μια ειδυλλιακή παραλία μαζί με την οικογένειά της, όταν καταφτάνει η αστυνομία και τη συλλαμβάνει για τον φόνο της καλύτερής της φίλης.
Ορισμένα στοιχεία είναι εναντίον της Λιζ, αλλά δεν είναι αρκετά για να στοιχειοθετηθεί εις βάρος της ετυμηγορία. Αντίθετα, αυτό που μοιάζει να την κάνει να μοιάζει περισσότερο ένοχη απ’ ό,τι άλλο είναι η ίδια της η στάση: μια ψυχραιμία που κινείται στα όρια της απάθειας, της αδιαφορίας. Ακόμη και οι ίδιοι της οι γονείς μοιάζουν να αμφισβητούν: είναι δυνατόν η κόρη τους να είναι τελικά ένοχη;
Αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του και ιδιαίτερα την εντυπωσιακά ώριμη παρουσία της πρωτοεμφανιζόμενης πρωταγωνίστριάς του, ο Στεφάν Ντεμουστιέ χρησιμοποιεί μια ιστορία ενός εγκλήματος σαν αφορμή για να στήσει μια συγκλονιστική ιστορία γύρω από μια αινιγματική ηρωίδα, η συμπεριφορά και το ιστορικό της οποίας δοκιμάζουν την κρίση όλων των εμπλεκόμενων και των θεατών.
Μπορούμε ποτέ να απαλλαγούμε από βαθιά εδραιωμένες προκαταλήψεις, όταν καλούμαστε να αποδώσουμε δικαιοσύνη;
Ποιος είναι ο «κατάλληλος» τρόπος αντίδρασης, όταν κάποιος κατηγορείται για φόνο; Είναι οι γυναίκες τα κατ’ εξοχήν θύματα αυτής της «προβολής», ειδικά όσον αφορά τη σεξουαλική τους δραστηριότητα; Και, τελικά, είναι ποτέ δυνατόν να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε απόλυτα τους δικούς μας ανθρώπους, ακόμη και την ίδια μας την οικογένεια;
Δείτε το τρέιλερ
O ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝ ΝΤΕΜΟΥΣΤΙΕ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
«Η γέννηση των παιδιών μου μού άλλαξε τελείως τη ζωή. Αμέσως με γέμισε με απέραντη χαρά, ανεξάντλητη αγάπη. Έπειτα ένιωσα το βάρος της ευθύνης ταυτόχρονα με άγχος. Και έπειτα, και κυρίως, ένιωσα σαστισμένος μπροστά στη διαφορετικότητά τους», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζει: «Γιατί η «σάρκα εκ της σαρκός μου» δεν είναι δική μου. Όσο κι αν θέλω να είναι. Όσο κι αν νιώθω ότι είναι. Υπάρχει, φυσικά, μια απόκλιση ανάμεσα σε αυτό που προβάλλω στα παιδιά μου -αυτή η σαρωτική οικειότητα που νιώθω για αυτά- και την πραγματικότητα της ανεξαρτησίας τους. Για εμένα, αυτή η ένταση ανάμεσα στην οικογένεια και την ατομικότητα, ανάμεσα στην κληρονομιά και την ανεξαρτησία, ανάμεσα στην επικοινωνία και το ανείπωτο βρίσκεται στην καρδιά κάθε σχέσης γονιού με το παιδί του.
Η ταινία μου επιτείνει αυτή τη σκέψη θέτοντας το ερώτημα: σε ποιο βαθμό μπορούμε να γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Πόσο μπορούμε στα αλήθεια να τα καταλάβουμε; Υπάρχουν όρια στην αγάπη που μπορούμε να νιώσουμε; Είναι πράγματι αγάπη άνευ όρων;
Αποφάσισα να τοποθετήσω την ιστορία κατά τη διάρκεια μιας ποινικής δίκης, δύο χρόνια μετά τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτήν. Και επέλεξα να την αφηγηθώ από την οπτική γωνία των παρατηρητών – όχι μέσα από τα μάτια της κατηγορουμένης. Ήθελα, ουσιαστικά, να πω την ιστορία μιας δίκης όπως την είδαν αυτοί που ήταν παρόντες και παρακολουθούσαν από το ακροατήριο.
Η αίθουσα δικαστηρίου, άλλωστε, είναι ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι βρίσκουμε, ξετρυπώνουμε, αποκαλύπτουμε την αλήθεια. Κι όμως, στην πορεία της αποκάλυψής της, η αλήθεια συχνά μετατοπίζεται. Και αλλάζει μορφή. Στη συγκεκριμένη δίκη, τα βασικά θεμέλια της αλήθειας, τα γεγονότα (σκότωσε η Λιζ τη Φλορά;) αγνοούνται. Οι γονείς δε γνωρίζουν τι συνέβη – και έχοντας στραφεί στο δικαστήριο για απαντήσεις, θα μείνουν να πιστεύουν τη μόνη αλήθεια που μπορεί να τους δώσει ένα δικαστήριο: την ετυμηγορία.
Όλες οι νομικές διαδικασίες αναπόφευκτα επαναπροσδιορίζουν τα γεγονότα: επιδιώκουν να ερμηνεύσουν, να πλαισιώσουν και ταξινομήσουν. Μια ποινική δίκη επιστρέφει σε μια στιγμή στο παρελθόν -μια στιγμή που συμβαίνει εκτός κάδρου, αθέατη- και επιχειρεί να την ανασκευάσει σε ένα επίσημο, αυστηρά ρυθμισμένο πλαίσιο.
Η ταινία «παίζει» με το σασπένς που είναι έμφυτο σε κάθε δίκη. Οι προσδοκίες του κοινού αφήνονται αναπάντητες, σε εκκρεμότητα, με τον ίδιο τρόπο που οι πρωταγωνιστές αιωρούνται στην αβεβαιότητα αναμένοντας να ακούσουν τη μοίρα τους. Και όταν η ετυμηγορία έρθει, έρχεται αλλοιωμένη από την αμφιβολία.
Όπως συμβαίνει συχνά στις ποινικές δίκες χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, υπάρχει πάντα η σκιά της αμφιβολίας. Η οικογένεια και οι φίλοι της Λιζ αισθάνονται τη σκιά αυτή. Το ίδιο και το κοινό. Παραδόξως, η οικογένεια της Λιζ μαθαίνει κάτι ζωτικό κατά τη διάρκεια της δίκης: δε γνωρίζουν την κόρη τους και δε θα τη μάθουν ποτέ τελείως. Αντιλαμβανόμενοι τα όρια της αντίληψής τους, μπορούν να αλλάξουν τη σχέση τους με τη Λιζ και μεταξύ τους. Μια ανεπαίσθητη αλλαγή φέρνει μια ακόμη. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια που η ταινία μάς αφήνει ως αξιόπιστη.
Η πρωτοκαθεδρία της οικογένειας και η αμετάκλητη φύση της βίας ήταν μείζουσες θεματικές στην πρώτη μου ταινία, «40-Love», και επέλεξα να τις εξερευνήσω με μεγαλύτερη ένταση και τόλμη στο «Κορίτσι με το Βραχιόλι» ως προς την οπτική γωνία, τη φόρμα και το στιλ.
Μία από τις τολμηρότερες επιλογές που κάναμε για την ταινία αυτή ήταν το γεγονός ότι επικεντρωθήκαμε τόσο πολύ στη Λιζ, έναν χαρακτήρα που συχνά σιωπά και μοιάζει σχεδόν ακατανόητη. Ξέραμε ότι θα έπρεπε να βρούμε μια νεαρή ηθοποιό με εξαιρετικές ικανότητες και συναισθηματικό βάθος για να διαχειριστεί τις απαιτήσεις του ρόλου. Η Μελίσα δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ σε ταινία, αλλά έχει έναν μαγνητισμό, μια ένταση και δύναμη που λαχταρούσα για τον ρόλο. Η Λιζ της είναι μυστηριώδης, όχι ασαφής. Κατάφερε να μας πείσει ότι η Λιζ είναι ταυτόχρονα ένα συνηθισμένο κορίτσι – και μια εξαιρετική νέα γυναίκα».
Η ταινία απέσπασε Βραβείο Σεζάρ και Βραβείο Λιμιέρ Καλύτερου Σεναρίου και κάνει πρεμιέρα στις 12 Μαΐου στους κινηματογράφους από τη Rosebud.21