Πότε λοιπόν καταλαβαίνουμε ότι το παιδί μας μπορεί να ξεκινήσει να πειθαρχεί;
Χρειάζεται να έχουμε κατά νου ότι τα πρώτα όρια που μαθαίνουμε είναι τα όρια ανάμεσα στο «εγώ» και το «ο άλλος». Είναι μία διάκριση που αρχίζει να γίνεται αντιληπτή στο τέταρτο εξάμηνο της ζωής του βρέφους, καθώς μέχρι τότε αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως συνέχεια της μητέρας του ή όποιου άλλου ενήλικα έχει αναλάβει το ρόλο της.
Η διάκριση αυτή αρχίζει να γίνεται αντιληπτή σε εμάς με τα πρώτα «όχι» που ακούμε από το μωρό μας, καθώς εκείνο δοκιμάζει τη διαφοροποίησή του από εμάς δηλώνοντας όχι την κυριολεκτική αντίρρησή του σε ό,τι του λέμε, αλλά τη συνειδητοποίησή του ότι εμείς και εκείνο είμαστε διαφορετικοί, ξεχωριστοί άνθρωποι. Είναι επομένως πολύ σημαντικό, όταν αυτό το «όχι» αρχίσει να ακούγεται, να μην το εμποδίσουμε, αλλά να το διαχειριστούμε με τον ίδιο σεβασμό και την ευελιξία με την οποία διαχειριζόμαστε και όλα τα υπόλοιπα «όχι» στη ζωή μας.
Εφόσον έχουμε θέσει τα θεμέλια των ορίων στη βάση του σεβασμού μας προς το βρέφος, χρειάζεται να εντοπίσουμε τη στιγμή εκείνη που είναι πλέον έτοιμο συναισθηματικά να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του υπό την καθοδήγησή μας. Αυτή η στιγμή συχνά δε συμπίπτει αλλά έπεται των πρώτων του «όχι» και αρχίζει περίπου στην περίοδο που εμφανίζεται ο πρώτος, έστω και ατελής, έλεγχος των σφιγκτήρων του.
Πρόκειται για εκείνη την αναπτυξιακή περίοδο που, με την ολοκλήρωση αυτής της κατάκτησης, σηματοδοτεί την έναρξη της νηπιακής ηλικίας, κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί και μεγάλο κομμάτι της συναισθηματικής ανάπτυξης του παιδιού. Τα πρώτα δείγματα λοιπόν ελέγχου των σφιγκτήρων μάς δείχνουν επίσης πότε περίπου το βρέφος είναι έτοιμο να ξεκινήσει να ελέγχει και τα συναισθήματά του, ώστε στη συνέχεια να ελέγξει και τη συμπεριφορά του. Αυτή είναι και η κατάλληλη στιγμή, για να ξεκινήσουμε τη διδασκαλία των ορίων.
Πώς θέτουμε όρια;
Τα όρια που προσπαθούμε να θέσουμε μεταφράζονται μεν σε μιας μορφής «όχι», όμως από μόνη της η άρνηση δε μας βοηθά να επιλέξουμε κάθε φορά τον καταλληλοτερο τρόπο, ώστε να το επιβάλουμε. Αντιθέτως μπορεί να μας βοηθήσει να θυμόμαστε ότι εκείνη τη στιγμή που λέμε το «όχι», ζητούμε από το παιδί να καταφέρει κάτι. Να ελέγξει μια παρόρμηση, να συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο, να μάθει ουσιαστικά να δρα και να αντιδρά με έναν διαφορετικό τρόπο.
Εστιάζοντας στην επιθυμητή συμπεριφορά, λαμβάνουμε πρωτίστως υπόψη μας τι μπορεί να κατανοήσει λεκτικά και για πόσο μπορεί να συγκρατεί μια πληροφορία στη μνήμη του, ώστε να γνωρίζουμε πότε και πόσο συχνά χρειάζεται να του θυμίζουμε τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνει.
Ειδικά πριν τη νηπιακή ηλικία αλλά και κατά τη διάρκειά της ιδιαίτερα αποτελεσματική είναι η χρήση «συνθημάτων» – ένας ήχος που, όταν ακούγεται, σημαίνει ότι το παιχνίδι τελείωσε, ένα ήσυχο τραγούδι που θα λέμε κάθε βράδυ πριν πάμε για ύπνο, μια χειρονομία που, όταν θα την κάνουμε σε δημόσιο χώρο, θα του θυμίζει να ηρεμεί. Έτσι αποφεύγουμε συζητήσεις και επιχειρηματολογία που ούτως ή άλλως το παιδί μας δυσκολεύεται να κατανοήσει, πόσω δε μάλλον όταν βρίσκεται υπό πίεση ή είναι στενοχωρημένο.
Η επιθυμητή συμπεριφορά επίσης είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά και χρειάζεται εξάσκηση. Ίσως έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολο είναι να υπακούσει ένα παιδί, όταν του λέτε να ξεκινήσει να παίζει, ενώ είναι πολύ δυσκολότερο, όταν του ζητάτε να σταματήσει και να συμμαζέψει τα παιχνίδια του.
Αξιοποιήστε όσα καταφέρνει ήδη το παιδί – στο εν λόγω παράδειγμα μπορείτε να του ζητάτε να περιμένει το «σύνθημά» σας, ώστε να ξεκινήσει το παιχνίδι του. Στη συνέχεια μεταφέρετε το «σύνθημα» για ένα διάλειμμα στο παιχνίδι, το οποίο θα κρατήσει λίγο, και μετά το οποίο το παιχνίδι θα συνεχιστεί. Βοηθώντας το έτσι να διαχειριστεί μικρές ολιγόλεπτες δόσεις «απογοήτευσης», σιγά-σιγά θα καταφέρει να υπακούει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στο «τέλος του παιχνιδιού για σήμερα».
Πηγή : parentshub